καλεμικέρι

καλεμικέρι
το
(λ. τουρκ.), τσεμπέρι, φακιόλι: Δε συνηθίζουν πια οι γυναίκες να φορούν καλεμικέρια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καλεμικέρι — και καλεμκερί, το λεπτό και διαφανές βαμβακερό κάλυμμα τού κεφαλιού τών γυναικών με έντυπα σχεδιάσματα, τσεμπέρι, μπόλια, φακιόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προελεύσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”